- ἐποίκτιστος
- ἐποίκτ-ιστος, ον,A pitiable, A.Ag.1221.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εποίκτιστος — ἐποίκτιστος, ον (Α) [εποικτίζω] αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος … Dictionary of Greek
ἐποίκτιστον — ἐποίκτιστος pitiable masc/fem acc sg ἐποίκτιστος pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)